τερατογονικότητα

τερατογονικότητα
η, Ν
(ιατρ.-φαρμ.) η ιδιότητα μιας φαρμακευτικής ουσίας να προκαλεί συγγενείς διαμαρτίες διαπλάσεως οι οποίες οδηγούν σε θνησιγονία ή σε γέννηση τεράτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. teratogenicity < terato- (< τέρας, -ατος) + -genicity (< γένος), το οποίο στον ελλ. τ. αποδόθηκε με το -γονικότητα (< -γονικός < γόνος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”